- φαγεντιανός
- -ή, -ό, Ν [Φαγεντία]1. αυτός που προέρχεται από την γαλλική πόλη Φαγεντία ή Φαγιάνς ή την ιταλική πόλη Φαβεντία ή Φαέντσα2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα φαγεντιανάπήλινα αντικείμενα, εφυαλωμένα με κασσιτερούχο βερνίκι, που κατασκευάζονται στη Γαλλία, στη Γερμανία, στην Ισπανία και στη Σκανδιναβία, σε διάκριση από τα κατασκευαζόμενα όμοιά τους στην Ιταλία, που ονομάζονται μαγιόλικα, και στην Ολλανδία και την Αγγλία, που είναι γνωστά ως ντελφτ.
Dictionary of Greek. 2013.