φαγεντιανός

φαγεντιανός
-ή, -ό, Ν [Φαγεντία]
1. αυτός που προέρχεται από την γαλλική πόλη Φαγεντία ή Φαγιάνς ή την ιταλική πόλη Φαβεντία ή Φαέντσα
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα φαγεντιανά
πήλινα αντικείμενα, εφυαλωμένα με κασσιτερούχο βερνίκι, που κατασκευάζονται στη Γαλλία, στη Γερμανία, στην Ισπανία και στη Σκανδιναβία, σε διάκριση από τα κατασκευαζόμενα όμοιά τους στην Ιταλία, που ονομάζονται μαγιόλικα, και στην Ολλανδία και την Αγγλία, που είναι γνωστά ως ντελφτ.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • φαγεντιανός — φαγεντιανός, ή, ό και φαβεντιανός, ή, ό 1. αυτός που προέρχεται από τη γαλλική πόλη Φαγιάνς ή από την ιταλική πόλη Φαέντσα (άλλοτε Φαβεντία). 2. κεραμικά προϊόντα με στιλπνή ζωγραφισμένη ή βερνικωμένη επιφάνεια ή με ανάγλυφη σμαλτωμένη διακόσμηση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φαβεντιανός — ή, ό, Ν 1. αυτός που προέρχεται από την Φαβεντία 2. (για αγγεία ή άλλα πήλινα σκεύη) ο κατασκευασμένος κατά την χαρακτηριστική τής Φαβεντίας τέχνη, φαγεντιανός. [ΕΤΥΜΟΛ. < Φαβεντία. Το θηλ. φαβεντιανή μαρτυρείται από το 1897 στο περιοδικό… …   Dictionary of Greek

  • φαβεντιανός — ή, ό βλ. φαγεντιανός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”